- καταπρηνής
- κατα-πρηνής, ές: ‘down-turned forward,’ only w. χείρ, the flat of the hand.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
καταπρηνής — καταπρηνής, ές (Α) 1. (στον Όμ. πάντοτε για το χέρι, όπως τό μεταχειριζόμαστε, με την παλάμη, για να χτυπήσουμε ή να πιάσουμε κάτι) στραμμένος προς τα κάτω, πρηνής* 2. (κατά τον Ησύχ.) «καταπρηνής κατωφερής» και «καταπρηνές κατά πρόσωπον, ἐπὶ… … Dictionary of Greek
καταπρηνής — down turned masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπρηνῆ — καταπρηνής down turned neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) καταπρηνής down turned masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) καταπρηνής down turned masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπρηνεῖ — καταπρηνής down turned masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) καταπρηνής down turned masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπρηνεῖς — καταπρηνής down turned masc/fem acc pl καταπρηνής down turned masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπρηνέα — καταπρηνής down turned neut nom/voc/acc pl (epic ionic) καταπρηνής down turned masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπρηνές — καταπρηνής down turned masc/fem voc sg καταπρηνής down turned neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπρηνοῦς — καταπρηνής down turned masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) καταπρηνόω pres ind act 2nd sg (doric) καταπρηνόω pres ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπρηνέες — καταπρηνής down turned masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπρηνέεσσι — καταπρηνής down turned masc/fem/neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπρηνέεσσιν — καταπρηνής down turned masc/fem/neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)